- διποδία
- η1. η ιδιότητα του δίποδου: Η διποδία είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του ανθρώπου.2. (μετρ.), η ένωση δύο ποδών σε ένα μέτρο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διποδία — διποδίᾱ , διποδία two footedness fem nom/voc/acc dual διποδίᾱ , διποδία two footedness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διποδίᾳ — διποδίᾱͅ , διποδία two footedness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διποδία — η (AM διποδία) 1. το να έχει κανείς δύο πόδια 2. (μετρ.) η ένωση δύο μετρικών ποδιών σ ένα κώλο, μέτρο νεοελλ. διποδισμός* αρχ. είδος χορού τών Λακεδαιμονίων … Dictionary of Greek
διποδίας — διποδίᾱς , διποδία two footedness fem acc pl διποδίᾱς , διποδία two footedness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διποδίαι — διποδίᾱͅ , διποδία two footedness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διποδίαν — διποδίᾱν , διποδία two footedness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διποδιῶν — διποδία two footedness fem gen pl διποδιάζω dance the fut part act masc voc sg διποδιάζω dance the fut part act neut nom/voc/acc sg διποδιάζω dance the fut part act masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Стих — Содержание 1 Стих в античном стихосложении 1.1 Стихи с двустопным метром … Википедия
διποδιάζω — (Α) [διποδία] χορεύω τον λακωνικό χορό διποδία … Dictionary of Greek
Диподия — (др. греч. ἡ διποδία, двустопие) в античном стихосложении: стих, состоящий из двух стоп, напр. трохеическая диподия U | U, анапестическая диподия UU | UU всякий стих, состоящий из двустопных метров, напр. ямбический триметр, U ¦ U | U ¦ U | … Википедия